τραινάρισμα

τραινάρισμα
το, Ν
(παλαιότ. τ.) βλ. τρενάρισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τραινάρισμα — το, ατος βλ. τρενάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρενάρισμα — και τραινάρισμα, το, Ν επιβράδυνση, καθυστέρηση, ιδίως σκόπιμη ή αδικαιολόγητη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρενάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”